WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| preparations npl | (activity done in readiness for [sth]) | προετοιμασία ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | ετοιμασίες ουσ θηλ πλ |
| | The preparations for our wedding are going well; nearly everything has been organised. |
| | Οι ετοιμασίες για το γάμο μας πηγαίνουν καλά. Σχεδόν όλα έχουν οργανωθεί. |
| preparation n | (planning) | προετοιμασία ουσ θηλ |
| | | προπαρασκευή ουσ θηλ |
| | Once you've finished your preparation, you can start writing your essay. |
| | Μόλις τελειώσεις την προετοιμασία σου, μπορείς να ξεκινήσεις να γράφεις το δοκίμιό σου. |
| preparation n | (training, understanding) | προετοιμασία ουσ θηλ |
| | | προπαρασκευή ουσ θηλ |
| | Dorothy's preparation for life in the wild helped her to survive. |
| | Η προετοιμασία της Ντόροθυ για την ζωή στην ζούγκλα τη βοήθησε να επιβιώσει. |
| preparation n | (measure taken to prepare) | προετοιμασία ουσ θηλ |
| | (συνήθως πληθυντικός) | μέτρο ουσ ουδ |
| | | πρόβλεψη ουσ θηλ |
| | The company had not undertaken adequate preparation for the inspection. |
| | Η εταιρεία δεν είχε κάνει επαρκή προετοιμασία για την επιθεώρηση. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| preparation n | (concoction, mixture) | συνδυασμός ουσ αρσ |
| | | παρασκεύασμα ουσ ουδ |
| | (κουζίνα) | συνταγή ουσ θηλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | My husband likes to experiment in the kitchen and often presents me with bizarre preparations. |
| the Preparation n | (introductory prayers) | μη διαθέσιμη μετάφραση |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: